Κόκαλα από Ήλιο — Μάικ Μακόρμακ: ένας μονοφωνικός απολογισμός σε διάρκεια μιας ώρας

Είναι η μέση της μέρας —το μαθαίνουμε χάρη στον χτύπο της καμπάνας του Αγγέλου, που στην καθολική εκκλησία ηχεί τρεις φορές τη μέρα, στις 6 το πρωί, στις 12 το μεσημέρι και στις 6 το απόγευμα. Ο τόπος είναι το χωριό Λούισμπεργκ, στο Μάγιο της δυτικής Ιρλανδίας. Ένας άνδρας, ο πολιτικός μηχανικός Μάρκους Κόνγουεϊ, κάθεται μόνος του στην κουζίνα του σπιτιού όπου έχει ζήσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του. Η γυναίκα και τα παιδιά του λείπουν. Λίγο παρακάτω μαθαίνουμε ότι είναι κιόλας 2 Νοεμβρίου, η Ημέρα των Ψυχών στο ημερολόγιο των καθολικών.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξεκινάει ο Μάρκους την πυκνή, μονοφωνική του αφήγηση, έναν απολογισμό που απλώνεται σε όλη του τη ζωή. Ο βαρύς, στερεποιημένος αέρας ενός επερχόμενου κακού σκεπάζει τον λόγο του ήδη από τις πρώτες σελίδες, καθώς ανατρέχει στην πρόσφατη οικονομική καταστροφή της Ιρλανδίας, για την οποία κάθε προορατικό χάρισμα αποδείχθηκε ελλιπές, κάθε προφήτης καταδικάστηκε στη βουβαμάρα. Η ίδια αίσθηση του κατεπείγοντος απαντά και στην πρόσφατη ειδησιογραφία: Μια ακτιβίστρια οικολόγος κάνει απεργία πείνας εναντιούμενη σε μια ενεργειακή κοινοπραξία, μια εγκαταλελειμμένη βιομηχανία της περιοχής αποτελεί υποψήφιο χώρο εγκατάστασης μιας μονάδας επεξεργασίας αμιάντου και —σε μία συντριπτική σύμπτωση με τη ζωή έξω απ’ τη λογοτεχνία— μια μεταδοτική επιδημία πλήττει τους κατοίκους της κομητείας, από την οποία νοσεί σοβαρά και η σύζυγος του Μάρκους, η Μερέιντ. Η καμπάνα του Αγγέλου, υπό το φως όλων αυτών των δεινών, θυμίζει τον Angelus Novus, τον πίνακα του Πάουλ Κλέε, όπως τον είδαν τα μάτια του Βάλτερ Μπένγιαμιν στις Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας: «Με τα μάτια γουρλωμένα, τα φτερά ανοιχτά, να ατενίζει τους σωρούς των ερειπίων να ψηλώνουν, συναρθρώνοντας από τα σπαράγματά τους την καταστροφή που ζυγώνει, εκεί όπου εμείς βλέπουμε ισχνές αιτιακότητες δίχως τη μεγάλη εικόνα».

Θα λέγαμε ότι ο μονόλογος του Μάρκους γυρεύει να κατασκευάσει αυτήν ακριβώς τη μεγάλη εικόνα στον ελάχιστο χρόνο ησυχίας που απομένει μέχρι να ξεσπάει η επόμενη θύελλα. Διανύοντας πια την ηλικία όπου το τέλος είναι πιο κοντά απ’ ό,τι η αρχή, ο Μάρκους ανασυγκροτεί τις αναμνήσεις του προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που κάνει τις συντροφικές σχέσεις να κλονίζονται, τις σχέσεις με τα παιδιά μας να στέκουν σαν χαίνουσες πληγές όπου τα άκρα ολοένα και απομακρύνονται, γιατί στην εργασία μας όσος κόπος κι αν καταβληθεί πάντα μένει η επίγευση της ματαιότητας, σαν τα έργα των ανθρώπων να είναι μια αλυσιτελής, προσωρινή επιδιόρθωση πάνω στο πλέγμα του χώρου και του χρόνου, όπου πάντα τρυπώνει η αταξία και τα χαλάει όλα. Με άλλα λόγια, ο Μάρκους, σαν άλλος Εκκλησιαστής, προσπαθεί να απαντήσει στο γιατί τα πάντα γλιστράνε προς τα χάος.

[…] δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να αντιμετωπίζεις την καταστροφή με τη λογική όταν αυτό που χρειαζόταν ήταν
οι προφήτες μας να παραφρονήσουν
και να έρθουν προς τα εμάς με μάτια τρελά και πασαλειμμένοι με σκατά, χτυπώντας ένα καμπανάκι, σοφοί και αμαρτωλοί μαζί, μιλώντας μια γλώσσα πέρα απ’ τα όρια της λογικής που το μήνυμά της θα μεταφραζόταν σε απλά λόγια ως
τη γαμήσαμε
τη γαμήσαμε για τα καλά γιατί
με τα σημάδια να έρχονται απανωτά ένα μόνο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα […]

Σε έναν κειμενικό λόγο όπου τα σημεία στίξης ακολουθούν τον ακραίο μινιμαλισμό, ελλείψει τελείας, ερωτηματικού και θαυμαστικού, ο ρυθμός αναζητά αλλού την πηγή του. Και τη βρίσκει τόσο εννοιολογικά, όσο και γλωσσικά. Στο Κόκαλα από Ήλιο ο ρυθμός εκφράζεται ως συνάρτηση τριών μεταβλητών:
Ο ρυθμός των ωρών που ορίζει το χτύπημα της καμπάνας του Αγγέλου, στον οποίο υποτάσσονται οι υποθέσεις της καθημερινής εμπειρίας· είναι ο ρυθμός του οικείου χρόνου, των ειδήσεων του ραδιοφώνου, της επαναληπτικότητας της εργασίας, ή με άλλα λόγια, όλων των εδώ πραγμάτων.
Έπειτα είναι ο ημερολογιακός ρυθμός. 2 Νοεμβρίου η Ημέρα των Ψυχών, 29 Σεπτεμβρίου, η γιορτή του αρχάγγελου Μιχαήλ κι ημέρα που το τραπεζικό σύστημα της χώρας κατέρρευσε· πρόκειται για τον ρυθμό της μνημοσύνης, εκείνη την περιοδικότητα τη σπάνια, που υπερβαίνει τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής, που αγκαλιάζει τα μεταφυσικά συμβάντα, τις ημέρες των αγίων, των νεκρών, των επαναστάσεων, των οικονομικών κραχ.
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο, στη φευγαλέα κοινοτοπία του ζώντος χρόνου και στα γεγονότα που διαρρηγνύουν την ημερήσια διάταξη, παρεμπίπτει η αφήγηση του Μάρκους. Είναι μια αφήγηση που αντιστέκεται στην τυπική κίνηση του βέλους του χρόνου, προτιμώντας αντίθετα ομόκεντρους και τεμνόμενους κύκλους, οργανώνοντας μια νοητική δολιχοδρόμηση που συμβαίνει μέσα στο νευρωνικό δίκτυο που συγκροτούν οι αναμνήσεις ενός ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η παιδική ηλικία ιδωμένη από τη θέση της μεσήλικης ζωής αποκτά έναν χαρακτήρα αποκάλυψης κι η επανάληψη της ταυτότητας («είμαι μηχανικός») μετατρέπεται σε προσευχή όταν όλα είναι αβέβαια.

[…] το θέαμα αυτής της διαλυμένης μηχανής στο πάτωμα θα παρέμενε για μένα πάντοτε μια απόδειξη πως ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερο σταθερός και ενιαίος απ’ ό,τι τον έβλεπε η παιδική μου φαντασία, πως ο κόσμος ήταν πια ένα ξεχαρβαλωμένο πράγμα φτιαγμένο από τυχαία εξαρτήματα που κάποιος είχε βιδώσει μέσα στο σκοτάδι, ένα κατασκεύασμα πολύ πιο κοντά στην κατάρρευση απ’ ό,τι είχα ποτέ υποψιαστεί, ένας παιδικός φόβος που καμιά φορά, ακόμα και σήμερα, με πιάνει και με οδηγεί πίσω σ’ εκείνο τον αχυρώνα, όπως μερικά χρόνια πριν τότε που […] κοίταζα
μια τεράστια νταλίκα να περνάει […] ενώ στην καρότσα πίσω κουβαλούσε […] κάτι που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με τα λαμπερά κόκαλα κάποιου θεόρατου πλάσματος που είχε πια εκλείψει και το είχαν ξεθάψει από τη γη κι είχαν μαζέψει τα πλευρά του σε έναν τακτοποιημένο σωρό γύρω από το χοντρό απομεινάρι μιας κολοσσιαίας σπονδυλικής στήλης που ο χρόνος και τα στοιχεία της φύσης είχαν λευκάνει δίνοντάς του μια τόσο παγερή κεραμεική λάμψη που θα εντυπωσιαζόμουν αν ακουμπώντας το διαπίστωνα πως η υφή του έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο εκτός από γυαλί, και μόνο όταν η νταλίκα είχε πια περάσει και είδα στο πίσω μέρος της καρότσας να κρέμονται προστατευτικές ταινίες και σήματα κινδύνου κατάλαβα ότι το φορτίο ήταν μια τουρμπίνα ανεμογεννήτριας που είχε αποσυναρμολογηθεί εντελώς […]
κάτι μέσα μου είδε το θέαμα αυτό ως ένα ολοφάνερο παράδειγμα του πώς ο κόσμος παραιτείται από τις καλύτερες ιδέες του, σαν κάτι που εύλογα είχε κάποτε εμπνεύσει την ελπίδα τώρα να αποδεικνυόταν μια αποτυχία, σαν ο κόσμος να είχε ξεγράψει κάποιο πολύτιμο όνειρο του εαυτού του […]
σαράντα χρόνια μετά
που η ιδέα αυτή είχε διαγράψει μια υπομονετική τροχιά μέσα απ’ όλη μου τη ζωή καταλάβαινα πως αν έβλεπα το αποσυναρμολογημένο τρακτέρ ως την αρχή του κόσμου, ως τη χαοτική γένεση που τον συγκρότησε και τον συναρμολόγησε από διάσπαστα κομμάτια, τότε αυτή η ανεμογεννήτρια ήταν το τέλος του, ένα πεπρωμένο το οποίο είχε αναγκαστεί να ξεγράψει , ένα όνειρο που είχε παραμεριστεί ή ακυρώσει ή αποβάλει […]

Το έργο του Μάικ Μακόρμακ, όπως φαίνεται και από τα αποσπάσματα που επιλέχθηκαν γι’ αυτό το κείμενο, αντιστέκεται επίμονα στην παράθεση, προκαλεί αμηχανία σ’ εκείνον που πρέπει να κάνει το αναγκαίο μοντάζ για να το εγγράψει μέσα σε ένα άλλο κείμενο. Σ’ αυτή την άρνηση της παράστασης κρύβεται μια εκπληκτική δυναμική: Η φόρμα τσινάει στο αποσπασματικό, το περιεχόμενο όμως στέκει θαυμάσια κι από μόνο του ως θραύσμα. Η ίδια η γλώσσα του κειμένου φέρει εντός της μια εικονοπλαστική ικανότητα και μια πολυσημία που διαφεύγει από τον κανόνα της περιόδου, το τμήμα του λόγου που ζει ανάμεσα σε δύο τελείες. Αψηφά και τη διάρθρωση των παραγράφων, πόσο μάλλον, των κεφαλαίων· δεν πρόκειται όμως για πείραμα άνευ ουσίας, αφού η υπέρβαση των τυπογραφικών ορίων επιτρέπει τη ρευστότητα, τη διαρκή μετατόπιση του θεματικού άξονα. Έτσι, η οικονομική κρίση συμφύεται με τη μονογαμία και τη σεξουαλικότητα εν γένει, ο θάνατος των θεών με τις αρρώστιες των ανθρώπων, ο γονεϊκός φόβος με την ενόχληση που προκαλεί η τέχνη, η λακανική ανησυχία που πηγάζει από την αγωνία του Άλλου (δεν ξέρω ποιος είμαι και άρα πώς θα γίνω αυτό που θες;) με την πολιτική και τις εκλογές, κι όλα αυτά μαζί όταν συναντηθούν, σύμμεικτα όπως είναι, βράζουν από το υπαρξιακό άγχος που σημαδεύει τον βιωμένο χρόνο ενός ανθρώπου που στέκεται και κοιτά τον εαυτό του από μακριά.

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο ίδιο κείμενο, στις Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, έγραφε ότι η αληθινή εικόνα του παρελθόντος είναι φευγαλέα. Αν αυτό ισχύει όσο πιστεύουμε ότι το μέλλον θα διαρκέσει πολύ περισσότερο απ’ όσο έχει διαρκέσει το παρελθόν μας, όταν αυτή η σχέση αντιστρέφεται, οι εικόνες της προσωπικής μας ιστορίας γίνονται όλο και πιο εκτενείς. Ο απολογισμός παράγει υπεραξία, γιατί πώς αλλιώς θα επισκεφθείς το παρελθόν αν δεν έχεις αντικείμενο αναστοχασμού; Ο απολογισμός επίσης χαρακτηρίζεται από αδιαφάνεια, ντύνει τις σκέψεις με πατίνα. Και για να συντελεστεί, είναι απαραίτητη η λήψη μιας ορισμένης απόστασης. Το πέπλο που ρίχνει στα πράγματα ο χρόνος, η ακατάστατη τοπολογία της σκέψης κι η απόσταση συνιστούν την ουσία της αφηγηματικής διεργασίας, συνθήκες που, στη ζωή όπως την ξέραμε μέχρι πριν, ο κυρίαρχος λόγος πάσχιζε να εξαφανίσει. Ο μονόλογος του Μάρκους δεν μπορεί να ανασυνταχθεί ως άθροισμα αναμνήσεων-πληροφοριών κι ούτε μπορεί να διαβαστεί ως τέτοιο, παρά τον καταιγιστικό χαρακτήρα της γραφής που μοιάζει να υπονοεί η απουσία τελείας. Στον μονόλογο αυτόν κατοικούν πρωτίστως η αδιαφάνεια, η απόσταση κι η επιβράδυνση. Σ’ αυτού του είδους την επιβραδυμένη κίνηση δεν μπορεί να επιβληθεί καμία σπουδή, γιατί αυτή η σκέψη αρνείται να τεθεί στην υπηρεσία του βιαστικού μεταβολισμού, της γρήγορης κατανάλωσης.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει καταλληλότερη στιγμή απ’ αυτήν εδώ, τώρα που ο χρόνος έχει συνθλιβεί, τα ημερολόγια έχουν μονάχα υγειονομική σημασία στην παράταση των περιορισμών, η απόσταση απ’ τον εαυτό μας έχει εκμηδενιστεί λόγω του εγκλεισμού κι οι απολογισμοί έχουν εξωθήσει απ’ το κάδρο την ημερήσια διάταξη, για να διαβαστεί το Κόκαλα από Ήλιο. Δεν πρόκειται όμως για έναν απλό, καταφατικό καθρεφτισμό της δικής μας συνθήκης, άλλωστε μια τέτοια λογοτεχνία θα ήταν μάλλον ανιαρή. Οι αντινομίες του Μάρκους μένουν ανοιχτές, όπως ευελπιστούμε να μείνουν κι οι δικές μας, απόδειξη ότι και την επόμενη μέρα θα έχουμε ακόμη πολλή, πολλή δουλειά.

Το βιβλίο Κόκαλα από Ήλιο του Μάικ Μακόρμακ κυκλοφορεί από τους Αντίποδες σε εκπληκτική μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Sur la rive gauche

βιβλία, ταινίες και γάτες

Τσακίζοντας σελίδες

Ένα σημειωματάριο της Στέλλας Πεκιαρίδη

Our baba doesn't say fairy tales

anti state communist news from the ex communist states

Lou Read

living with books

Μεσα στη Νυχτα

Όταν η ματαιοδοξία συνάντησε την αυτοψυχανάλυση